ΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΚΥΚΛΑΔΙΚΑ ΚΟΡΩΝΟΣ ΟΤΙ ΝΑΝΑΙ

1.12.14

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλου σε συνέδριο Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας»

«Κύριε Υπουργέ, κύριε Πρέσβη, κυρίες και κύριοι, χαίρομαι γιατί για μια ακόμη φορά έχω την ευκαιρία να βρίσκομαι σε αυτό τον καθιερωμένο πια θεσμό στο forum του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου, που μας δίνει την ευκαιρία να συζητάμε σε βάθος για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.   ..

Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και τη διοίκηση του Επιμελητηρίου για την πρόσκληση και για την επιμέλεια και τον επαγγελματισμό, με τον οποίο οργανώνουν αυτό το πολύ ελκυστικό forum.  ..
Δεν είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ομιλία του Υπουργού Οικονομικών. Είμαι, όμως, βέβαιος ότι θα σας μίλησε για το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε. Βρισκόμαστε ένα ακριβώς βήμα πριν από την ολοκλήρωση μιας πολύ σκληρής, επίπονης, διπλής διαπραγμάτευσης. 

Η διαπραγμάτευση είναι δύσκολη γιατί δεν αφορά μόνο την ολοκλήρωση του τρέχοντος ευρωπαϊκού προγράμματος, δεν αφορά την ολοκλήρωση μιας αξιολόγησης της τρόικας, μιας από τις πολλές που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται ουσιαστικά για τη διαπραγμάτευση με την οποία ολοκληρώνεται μια επίπονη προσπάθεια πέντε σχεδόν ετών, άρα πρόκειται για τον επανακαθορισμό της σχέσης μας με τους Ευρωπαίους εταίρους. 

Άρα διαπραγματευόμαστε ταυτόχρονα και τη νέα φάση. Την αλλαγή σελίδας. Μια νέα κατάσταση για τη χώρα, χωρίς μνημόνιο, αλλά φυσικά με υποχρεώσεις. Με υποχρεώσεις που απορρέουν από την ίδια την ιδιότητα της χώρας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Με υποχρεώσεις που απορρέουν από την αστάθεια που υπάρχει γενικότερα στην παγκόσμια οικονομία και από το γεγονός ότι πάντα η σχέση κράτους και αγοράς είναι μια σχέση τεταμένη. Αυτή είναι η συνέπεια του διαφορετικού ρόλου των δυο οντοτήτων. Από τη μία μεριά το κυρίαρχο κράτος και από την άλλη μεριά η αγορά, η οποία έχει τους δικούς της κανόνες και τις δικές της επιδιώξεις και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αφορά όλα τα κράτη, την έννοια του δημοσίου χρέους. 

Οργανώνουμε συνεπώς, όχι μόνο το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, αλλά το νέο πλαίσιο με υποχρεώσεις, αλλά χωρίς μνημόνιο με την έννοια της ασφυκτικής υπαγόρευσης όρων, χωρίς τρόικα. Δηλαδή χωρίς αυτό τον ιδιάζοντα ρόλο του ΔΝΤ ως επιτηρητή των επιτηρητών της χώρας. 

Αλλά πάντως με τους μηχανισμούς παρακολούθησης εν λειτουργία μέσα στο πλαίσιο που ισχύει για όλες τις χώρες, μέσα στο τακτικό θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό προβλέπει και τη συνεργασία με το ΔΝΤ, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο, πολύ πιο ευέλικτο, καθώς το κριτήριό μας είναι σε τελευταία ανάλυση το κόστος του δανεισμού. Αυτό είναι που προσδιορίζει τη σχέση μας αφ’ ενός μεν με τις αγορές, αφ’ ετέρου δε με τους θεσμικούς μας εταίρους.

Σε αυτή τη διαπραγμάτευση αυτή την περίοδο δεν περιλαμβάνεται το ζήτημα της προοπτικής του ελληνικού δημοσίου χρέους, στο οποίο είχαμε επέμβει δραστικά το 2012 με τη συμφωνία του Φεβρουαρίου και στη συνέχεια του Νοεμβρίου. Ένα δημόσιο χρέος που είναι, όπως φαντάζομαι θα συζητήσετε διεξοδικότερα σήμερα, και εξυπηρετήσιμο και βιώσιμο.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για μια νέα γενιά παρεμβάσεων. Ούτως ή άλλως, το 2012 δεν είχαμε πετύχει μόνο μια ονομαστική μείωση του χρέους, η οποία σε όρους καθαρής παρούσης αξίας φτάνει τα 180 δισεκατομμύρια, το 80% του ΑΕΠ.

Είχαμε πετύχει και μια εξαιρετικά γενναία και ριζοσπαστική αναδιάρθρωση όλων των παραμέτρων του ελληνικού δημοσίου χρέους της μέσης διάρκειας, του μέσου κόστους δανεισμού, των λήξεων και αυτό έχει τώρα ως συνέπεια να εμπεριέχεται στην ισχύουσα αναδιάρθρωση ένας μηχανισμός που μπορεί να προσφέρει περαιτέρω μείωση του χρέους, χωρίς αυτό να ανοίγει νέα διαπραγματευτικά μέτωπα με Κυβερνήσεις και Κοινοβούλια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Αναφέρομαι σε Κυβερνήσεις και Κοινοβούλια γιατί το ελληνικό δημόσιο χρέος, όπως ξέρετε καλύτερα από εμένα, έχει ορισμένες εντυπωσιακές ιδιορρυθμίες. Περίπου το 88% βρίσκεται εκτός αγοράς στα χέρια των θεσμικών μας εταίρων. Αυτό σημαίνει ότι τα περιθώρια συζήτησης με την αγορά είναι περιορισμένα, αλλά και ότι ο ρόλος των θεσμικών εταίρων που είναι πολιτικές οντότητες, είναι πάρα πολύ σημαντικός. Έχουμε όμως τη δυνατότητα με μεγαλύτερη άνεση, αφού διαμορφώσουμε το επόμενο θεσμικό πλαίσιο της χώρας και αφού ολοκληρώσουμε το τρέχον πρόγραμμα, να πετύχουμε την πιο γενναία και αποτελεσματική εφαρμογή των προβλέψεων που ήδη υπάρχουν γιατί το Eurogroup και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν προ πολλού δεσμευτεί στο πλαίσιο αυτό.

Αυτό το οποίο όλοι γνωρίζετε πάρα πολύ καλά είναι ότι το πολιτικό κλίμα, η πολιτική αβεβαιότητα, είναι αυτή που επηρεάζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη διαπραγμάτευση. Ποτέ δεν ζητήσαμε μία έξοδο χωρίς προϋποθέσεις. Ποτέ δεν ζητήσαμε κάτι το οποίο να μην είναι επαγγελματικά τεκμηριωμένο. Άλλωστε το κριτήριό μας είναι σε κάθε περίπτωση το ύψος των επιτοκίων και το κόστους του δανεισμού. Μας ενδιαφέρει, συνεπώς, πάρα πολύ από την άποψη αυτή και η στάση του ιδιωτικού τομέα, η στάση των αγορών, η στάση των οίκων αξιολόγησης.

Στόχος μας είναι να ολοκληρώσουμε τις διαδικασίες αυτές το ταχύτερο δυνατό. Στόχος μας είναι αυτό να συμβεί μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup. Σε κάθε περίπτωση αυτό να έχει ολοκληρωθεί πριν εμφανιστούν οποιεσδήποτε ανάγκες και σε κάθε περίπτωση αυτό θα έχει ολοκληρωθεί πριν την έναρξη της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. 

Έχουμε ήδη επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες που αφορούν αυτό το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και νομίζω ότι έχουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε ένα λειτουργικό, αλλά διαφορετικό ρόλο για το ΔΝΤ, που θα επιτρέψει στη χώρα να αποκτήσει πολύ σημαντικούς βαθμούς διακριτικής ευχέρειας και αποφασιστικότητας από την άποψη αυτή, στρέφοντας την προσοχή της στην πραγματική οικονομία, στη διατήρηση και την ενθάρρυνση του θετικού ρυθμού ανάπτυξης, που είναι άλλωστε ό,τι σημαντικότερο έχουμε να προβάλουμε μαζί με το πρωτογενές πλεόνασμα που είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε όρους διαρθρωτικού πλεονάσματος, ίσως το καλύτερο στον κόσμο.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι έχουμε να παρουσιάσουμε αυτές τις τρεις θετικές μεταβολές. Δημοσιονομικά επιτεύγματα πολύ σημαντικά. Για πρώτη φορά θετικό ρυθμό ανάπτυξης μετά από επτά χρόνια σωρευτικής ύφεσης, που έχουν πλημμυρίσει με ένα κλίμα απαισιοδοξίας την ελληνική κοινωνία. Ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο είναι σταθερό και ασφαλές και νιώθει τώρα την άνεση να στραφεί στην πραγματική οικονομία και να διαμορφώσει μια πιο ευέλικτη σχέση με τις επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά. Και βεβαίως έχουμε ένα δημόσιο χρέος που όπως και να το χαρακτηρίσει κανείς, εξυπηρετήσιμο ή βιώσιμο, σίγουρα είναι υπό απόλυτο έλεγχο. Υπό την έννοια αυτή, είμαστε πράγματι σε θέση να απαντήσουμε με ένα πολύ σαφή τρόπο σε σχέση με το τι σημαίνει για τον απλό πολίτη, τι σημαίνει για την ελληνική πραγματική οικονομία μια επίπονη και μακρά πλέον διαπραγμάτευση; Πού μπορεί να καταλήξει; Και τι κίνδυνοι υπάρχουν να εγκλωβιστεί ξανά η χώρα σε δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας. 

Η απάντησή μου λοιπόν είναι απλή και σαφής: Η χώρα δεν πρέπει και δε θα ξαναεμπλακεί σε δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας. Δε θα θιγούν τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις. Η νομοθεσία που εφαρμόζεται γιατί ισχύει σε σχέση με το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, χρειάζεται ελάχιστες προσθήκες ή βελτιώσεις και ως εκ τούτου ένα κλίμα βαθιάς ανησυχίας, ακόμη και πανικού που κάποιοι επιδιώκουν να καλλιεργήσουν, είναι παντελώς αβάσιμο και δε σχετίζεται με τη φιλοσοφία της διαπραγμάτευσης που διεξάγουμε.

Βεβαίως και η Ελλάδα θα μείνει πιστή στη λογική των διαρθρωτικών αλλαγών γιατί αυτός είναι όρος επιβίωσης για την εθνική ανταγωνιστικότητα. Αλλά χρειαζόμαστε μια κοινωνία η οποία είναι δεκτική, η οποία αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των αναγκών αυτών και τη στηρίζει και μόνο μια κοινωνία που νιώθει ασφαλής, που νιώθει αισιόδοξη, που βλέπει ότι αλλάζει η εθνική αφήγηση, που βλέπει ότι αλλάζει η αντιμετώπιση των εταίρων, μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό που της ζητάμε. Δηλαδή στη στήριξη διαρθρωτικών αλλαγών που οδηγούν σε ένα κανονικό κράτος, ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος στην υπηρεσία της ανάπτυξης και του πολίτη, που οδηγούν σε μια αγορά που λειτουργεί ανοιχτά και ανταγωνιστικά, παρέχει δυνατότητες επενδύσεων και, κυρίως, δυνατότητες απασχόλησης. 

Ξέρω ότι τέτοιου είδους κυβερνητικές διαβεβαιώσεις ακούγονται με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία, γιατί έχουμε κι άλλες φορές επαναλάβει αυτές τις διαβεβαιώσεις, αλλά η διαπραγμάτευση έχει παραταθεί και τώρα που έχουμε φτάσει πια στο τέλος, υπάρχει μια κόπωση. Πέντε χρόνια αγωνίζεται εν μέσω πολλών θυσιών η ελληνική οικονομία να αποκτήσει ξανά την αυτοπεποίθησή της. Η χώρα αγωνίζεται να ανακτήσει τη θέση που της αξίζει μέσα στην Ευρώπη και μέσα στον κόσμο. 

Μα ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να ενδώσουμε σε μέτρα που λειτουργούν κατά τρόπο ενοχλητικό ή βλαπτικό για τις προοπτικές της πραγματικής οικονομίας και ιδίως για την κοινωνία, για την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής, δεν έχουμε συμφωνήσει και παρατείνεται η διαπραγμάτευση. 
Η διαπραγμάτευση παρατείνεται γιατί θέλουμε ένα καθαρό συμφωνημένο πλαίσιο και για τον τρόπο με τον οποίο λήγει το πρόγραμμα, αλλά και για αυτόν που θα υπάρχει ως θώρακας προστασίας της χώρας μετά την 1η Ιανουαρίου. 

Βεβαίως, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά, πιο εύκολα, εάν δεν υπήρχε πολιτική αβεβαιότητα, εάν υπήρχε συναίνεση γύρω από τα αυτονόητα. Γιατί αυτονόητο είναι να διαμορφωθεί μεγάλη πολιτική συναίνεση γύρω από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, που ο ίδιος ως θεσμός είναι εκφραστής της εθνικής συναίνεσης, διεθνής παραστάτης της χώρας και ρυθμιστής του πολιτεύματος χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Έχει λοιπόν πάρα πολύ μεγάλη σημασία η κοινωνία, οι παραγωγικές δυνάμεις, ο ιδιωτικός τομέας, να ασκεί ο καθένας τη δική του ευεργετική επίπτωση στρεφόμενος προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και ζητώντας από αυτές να διαμορφώσουν και το κλίμα συνεννόησης, αλλά και τον πυρήνα μιας συναίνεσης που θα μας διευκολύνει και να ολοκληρώσουμε αυτή τη δύσκολη διαπραγμάτευση, αλλά, κυρίως, να καλέσουμε τους Έλληνες πολίτες να υιοθετήσουν αυτήν τη νέα εθνική αφήγηση για την οποία σας μίλησα.

Είμαστε λοιπόν ένα ακριβώς βήμα πριν από αυτό. Και ταυτόχρονα συμβαίνουν άλλα πράγματα. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην περιοχή της κρίσης, βρίσκεται πολύ κοντά στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως διεθνοπολιτική οντότητα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά τέτοιο πληθωρισμό κρίσεων και στη νότια και στην ανατολική γειτονία της. 

Η Ελλάδα καλείται να παίξει το ρόλο της προασπιζόμενη τα εθνικά της συμφέροντα σε ζητήματα που έχουν μείζονα σημασία για αυτήν, όπως το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ως μια ισότιμη και αξιόπιστη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καλείται να συμπράξει στη λήψη αποφάσεων που έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία, τελικά, για τον στενό κατάλογο των εθνικών μας θεμάτων.

Γιατί η θέση μας γύρω από όλα τα θέματα - και αυτά που μας φαίνονται πολύ μακρινά - επηρεάζει τελικά τον συσχετισμό δυνάμεων στη δική μας περιοχή. Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία να αντιμετωπίζουμε τη συγκυρία στην ολότητά της, όχι μόνο από πλευράς οικονομικής πολιτικής αλλά και από πλευράς εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.

Από την άλλη μεριά, αναμφίβολα η οικονομική μας κατάσταση και η έξοδος από την παρούσα φάση θα ενισχύσει τη θέση της χώρας και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. 

Καταφέραμε να περάσουμε πέντε δύσκολα χρόνια στην οικονομία χωρίς να καμφθούμε καθόλου στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Δεν άλλαξαν οι βασικές μας θέσεις, δεν μετακινήθηκαν οι κόκκινες γραμμές. Δεν μειώθηκε η συνολική εθνική ισχύς παρά τη βαθιά κρίση που οδήγησε βέβαια και σε μια διάρρηξη κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, σε σαρωτικές μεταβολές στο πολιτικό σύστημα αλλά και την κοινωνική νοοτροπία. 

Αντέξαμε. Και τώρα που μπορούμε να ολοκληρώσουμε αυτή την πολύ δύσκολη προσπάθεια και να ανοίξουμε μια άλλη σελίδα, πρέπει νομίζω να κάνουμε δυο πολύ απλά πράγματα. Το πρώτο, να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που έχουμε πετύχει, γιατί έχουμε πετύχει πάρα πολλά – και το δεύτερο, να συμφωνήσουμε ότι οι κίνδυνοι είναι πάντοτε παρόντες, η μετακύλιση είναι πάρα πολύ εύκολη, αυτά που πετύχαμε με κόπους, λάθη, αντιφάσεις, συγκρούσεις, δυσαρέσκειες μέσα σε πέντε χρόνια, με πολλές θυσίες, μπορούν με πολύ μεγάλη ευκολία να χαθούν μέσα σε πέντε μέρες, αν γίνουν επιλογές λανθασμένες, πρόχειρες, αντιφατικές, ακόμη και μια μέρα αρκεί για να δημιουργηθούν συνθήκες αβεβαιότητας, ακόμα και πανικού. 
Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Πρέπει να σεβαστούμε τις θυσίες του ελληνικού λαού, ο ίδιος όμως ο ελληνικός λαός είναι αυτός που δίνει την τελική απάντηση σε όλα. Γιατί, όπως είχα την ευκαιρία να πω αρκετές φορές ως τώρα και στη Βουλή, το μεγάλο θέμα για όλες τις χώρες είναι η σχέση δημοκρατίας και αλήθειας. 

Οι πολίτες θέλουν την αλήθεια, η αλήθεια τους δυσαρεστεί πολλές φορές όταν την ακούν, προτιμούν καμιά φορά ένα πιο συμπαθητικό και εύκολο ψέμα. Την αλήθεια, ακόμη και όταν την ακούν, ακόμη και όταν την καταλαβαίνουν, δυσκολεύονται να την ψηφίσουν. Αλλά τώρα έχει προ πολλού εξαντληθεί το τεκμήριο αθωότητας ενός πολίτη που δεν ήξερε πολλά πράγματα πριν από την κρίση.

Τώρα όλοι τα ξέρουν όλα. Η κρίση των τελευταίων πέντε ετών μας έχει κάνει όλους ωριμότερους και σοφότερους, πρωτίστως τους Έλληνες πολίτες. Άρα στους Έλληνες πολίτες εναπόκειται να κάνουν τις επιλογές και να ασκήσουν τις πιέσεις που οδηγούν σε συναινέσεις, σε συνεννοήσεις, σε υπεύθυνες συμπεριφορές, σε συγκρότηση δηλαδή ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού εσωτερικού μετώπου, με το οποίο μπορούμε πολύ πιο εύκολα να ολοκληρώσουμε τη διαπραγμάτευση.

Κι επειδή η διαπραγμάτευση θα ολοκληρωθεί πριν συγκροτηθεί το μέτωπο αυτό, ελπίζουμε με τις νέες συνθήκες να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα το νέο πλαίσιο μετά το μνημόνιο και μετά την τρόικα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου